Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

шину - το λάστιχο

  • 1 накачивать

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > накачивать

  • 2 на...

    πρόθεμα
    I.
    Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. κατεύθυνση της ενέργειας στην επιφάνεια του αντικείμενου: α) σύγκρουση, επαφή με το αντικείμενο: наткнуться на камень προσκρούω στην πέτρα, β) επίθεση, τοποθέτηση στο αντικείμενο, στην επιφάνεια του αντικειμένου: наклеить на стену επικολλώ στον τοίχο•

    нашить (на платье) επιρράπτω (στο φόρεμα).

    2. πραγματοποίηση ενέργειας στην επιφάνεια του αντικειμένου ή σχηματισμός στην επιφάνεια: налипнуть, намрзнуть, насохнуть βλ. ρ.
    3. πλήρη επάρκεια ενέργειας: α) επέκταση της ενέργειας σε ακαθόριστο πλήθος αντικειμένων: набрать (ягод) μαζεύω (καρπούς)•

    настирать (белья) πλύνω (ρούχα). β) μέχρι το κανονικό ή το καθορισμένο, όριο: нарастить темпы αυξαίνω τους ρυθμούς. γ) γέμισμα με κάτι: набить погреб γεμίζω το υπόγειο•

    накачать шину φουσκώνω το λάστιχο τροχού. δ) ολοκλήρωση της ενέργειας επιμελημένη εκτέλεση: нагладитъ, намыть, начистить βλ. ρ. παρακάτω, ε) (με το μόριο -(ся) εκτελώ αρκετά, ικανοποιήθηκα: нагуляться, насидеться.

    4. (μόνο από θέμα ρ.δ. και με επιθέματα: -ива, -ыва, -ва τα οποία προσδίνουν στα ρ. σημασία μακράς διαρκείας)• σημαίνει μείωση έντασης της ενέργειας ή σημαντική δύναμη αυτής παραδείγ. χάρη: наигрывать, напевать, насвистывать.
    II.
    Σχηματίζει ρ.σ. μερικών ρημάτων: набальзамировать, напечатать, написать.
    III.
    Σχηματίζει επ. και ουσ. με σημ. ύπαρξης επί της επιφάνειας και αντιστοιχεί με το ελληνικό πρόθεμα «επί»: нагрудный, настольный, настенный, нарукавник, наколенник.
    IV.
    Σχηματίζει επιρ. με σημ. υπερθετικού β. ως εξής: крепко-накрепко, строго-настрого.

    Большой русско-греческий словарь > на...

  • 3 накачать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. накачанный, βρ: -чан, -а, -о.
    1. αντλώ• γεμίζω αντλώντας•

    накачать воды αντλώ νερό•

    накачать бочку воды γεμίζω με την αντλία ένα βαρέλι νερό.

    || φουσκώνω, γεμίζω με αέρα•

    накачать велосипедную камеру φουσκώνω τη σαμπρέλα του ποδηλάτου•

    шину φουσκώνω το λάστιχο τροχού.

    2. μτφ. μεθώ, ποτίζω κάποιον.
    3. μτφ. βάνω στο νου κάποιου, εξηγώ, δίνω να καταλάβει, γεμίζω το κεφάλι.
    εκφρ.
    не было печоли, (так) черти -ли – (απλ.) καλά ήμασταν στην ησυχία μας, η έρμη τύχη τά φέρε έτσι.
    1. κουνιέμαι, λικνίζομαι, τραμπαλίζομαι.
    2. μτφ. παραπίνω, σουρώνω, γίνομαι τάπα στο μεθύσι.

    Большой русско-греческий словарь > накачать

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»